- κακόπατρις
- κακόπατρις, -άτριδος, ό, ἡ (Α)αυτός που έχει άσημο πατέρα, ο ταπεινής, χαμηλής καταγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -πατρις (< πατρίς), πρβλ. πολύ-πατρις, φιλό-πατρις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόπατρις — base born fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάτριδα — κακόπατρις base born fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόπατριν — κακόπατρις base born fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπατρίδης — κακοπατρίδης, αιολ. τ. κακοπατρίδας, ὁ (Α) κακόπατρις*, ταπεινής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρίς, ίδος (πρβλ. ευ πατρίδης)] … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱԳԱՒԱՌԵԱՅ — ( ) NBH 2 0564 Chronological Sequence: 5c ա. κακόπατρις mala patria ortus. Աննշան գաւառի կամ հայրենեաց ծնունդ. *Ի վերայ կացի ձեր՝ փոքրս ես, եւ չարագաւառեայ. Առ որս. ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)